Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανδροκρατούμαι < άνδρας και -κρατώ ( < κράτος)

  Ρήμα επεξεργασία

ανδροκρατούμαι

  • στο γ΄ πρόσωπο, για χώρο εργασίας, τομέα δραστηριότητας ιδιωτικό και δημόσιο όπου οι θέσεις κατέχονται από άνδρες σε μεγάλη έως συντριπτική πλειοψηφία
  • Οι υψηλές θέσεις στελεχών σε ιδιωτικό τομέα αλλά και στον πανεπιστημιακό, ανδροκρατούνται
  • Το χρηματιστήριο είναι ανδροκρατούμενος χώρος

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία