Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανδραπόδισε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
ανδραπόδισε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
ανδραποδίζω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
ανδραποδίζω