αναψοκοκκίνισμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναψοκοκκίνισμα < αναψοκοκκινίζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναψοκοκκίνισμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αναψοκοκκινίζω
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναψοκοκκίνισμα
|