Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναχωματίζω < μεσαιωνικά ελληνικά αναχωματίζω < ανάχωμα(τ)-ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αναχωματίζω

  1. συσσωρεύω χώμα για να γεμίσω ένα άνοιγμα στο έδαφος ή για να δημιουργήσω ανάχωμα

Συνώνυμα επεξεργασία

  1. αναχωματώνω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία