Δείτε επίσης: ἀναχρονίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναχρονίζω < (ελληνιστική κοινήἀναχρονίζω / ἀναχρονίζομαι < αρχαία ελληνική χρονίζω < χρόνος

  Ρήμα επεξεργασία

αναχρονίζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία