Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατρέχω < (ελληνιστική κοινή) ἀνατρέχω

  Ρήμα επεξεργασία

ανατρέχω

  1. γυρίζω με τη σκέψη μου προς τα πίσω, προς το παρελθόν
  2. συμβουλεύομαι μια πηγή για να βρω μια πληροφορία

  Μεταφράσεις επεξεργασία