Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανατιναχτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατινάζομαι
  2. θα ανατιναχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατινάζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος ανατινάζομαι