Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανατάραξε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αναταράζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αναταράζω