Ετυμολογία

επεξεργασία
ανασφάλιστα < από το επίθετο ανασφάλιστος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ανασφάλιστα

  • για κάτι που γίνεται χωρίς ασφάλεια ή χωρις ασφάλιση (δύσχρηστο επίρρημα)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

ανασφάλιστα