Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναστοχαστικότητα οι αναστοχαστικότητες
      γενική της αναστοχαστικότητας των αναστοχαστικοτήτων
    αιτιατική την αναστοχαστικότητα τις αναστοχαστικότητες
     κλητική αναστοχαστικότητα αναστοχαστικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναστοχαστικότητα < νεολογισμός από τον αναστοχασμό για να αποδοθεί το αμερικανικό reflexivity

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναστοχαστικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία