Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ανασάνω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανασαίνω
  2. θα ανασάνω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανασαίνω