Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναρχοφεμινισμός οι αναρχοφεμινισμοί
      γενική του αναρχοφεμινισμού των αναρχοφεμινισμών
    αιτιατική τον αναρχοφεμινισμό τους αναρχοφεμινισμούς
     κλητική αναρχοφεμινισμέ αναρχοφεμινισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχοφεμινισμός < αναρχισμός + φεμινισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχοφεμινισμός αρσενικό

  • συνδυασμός του αναρχισμού με τον φεμινισμό. Ο όρος επινοήθηκε κατά το δεύτερο κύμα φεμινισμού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία