Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αναρχοκομμουνισμός οι αναρχοκομμουνισμοί
      γενική του αναρχοκομμουνισμού των αναρχοκομμουνισμών
    αιτιατική τον αναρχοκομμουνισμό τους αναρχοκομμουνισμούς
     κλητική αναρχοκομμουνισμέ αναρχοκομμουνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναρχοκομμουνισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναρχοκομμουνισμός αρσενικό

  • θεωρία οργάνωσης κατά την οποία βασικές αρχές είναι η κοινοκτημοσύνη συνδυασμένη με σημαντική (ή απόλυτη) αποκέντρωση της κεντρικής διοίκησης ώστε να υπάρχει σημαντικός (ή απόλυτος) βαθμός αυτονομίας ή αυτοδιαχείρισης

  Μεταφράσεις επεξεργασία