αναρτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναρτήρας (μαρτυρείται από το 1888) (καθαρεύουσα) ἀναρτήρ (ως μετάφραση για την κρεμάστρα[1] < *ἀναρτητήρ με (απλολογία) < αρχαία ελληνική ἀναρτ(ῶ) / ἀναρτάω, ἀναρτη- + -τήρ[2] > -τήρας μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική suspenseur [3]
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναρτήρας αρσενικό
- (λόγιο) εξάρτημα όπου κρεμάμε κάτι, σε ειδική ορολογία
- (βοτανική) αναρτήρας σπέρματος
- (ιατρική)
- αναρτήρας οσχέου, σουσπανσουάρ
- αναρτήρας έλξης (βοηθητικός μηχανισμός στήριξης, έλξης, ανύψωσης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναρτήρας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ αναρτήρας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας