αναρροφήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναρροφήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναρροφώ
- θα αναρροφήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναρροφώ
αναρροφήσετε