αναρέσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναρέσα | οι | αναρέσες |
γενική | της | αναρέσας | των | αναρεσών |
αιτιατική | την | αναρέσα | τις | αναρέσες |
κλητική | αναρέσα | αναρέσες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναρέσα θηλυκό