αναπύρωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπύρωση | οι | αναπυρώσεις |
γενική | της | αναπύρωσης* | των | αναπυρώσεων |
αιτιατική | την | αναπύρωση | τις | αναπυρώσεις |
κλητική | αναπύρωση | αναπυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπύρωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού αναπυρώνω
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπύρωση
|