αναπνιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναπνιά | οι | αναπνιές |
γενική | της | αναπνιάς | των | αναπνιών |
αιτιατική | την | αναπνιά | τις | αναπνιές |
κλητική | αναπνιά | αναπνιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπνιά < μεσαιωνική ελληνική ἀναπνιά < αρχαία ελληνική ἀναπνέω < πνέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pnew-
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναπνιά θηλυκό