Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπληρωματική έκταση οι αναπληρωματικές εκτάσεις
      γενική της αναπληρωματικής έκτασης
& αναπληρωματικής εκτάσεως
των αναπληρωματικών εκτάσεων
    αιτιατική τη αναπληρωματική έκταση τις αναπληρωματικές εκτάσεις
     κλητική αναπληρωματική έκταση αναπληρωματικές εκτάσεις
Συνήθως στον ενικό.
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπληρωματική έκταση < → δείτε τις λέξεις αναπληρωματικός και έκταση, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Εrsatzdehnung

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

αναπληρωματική έκταση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία