αναπλειστηριάζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπλειστηριάζω < ανα- + πλειστηριάζω < αρχαία ελληνική πλειστηριάζω < πλεῖστος
Ρήμα επεξεργασία
αναπλειστηριάζω
- πλειστηριάζω εκ νέου, επαναλαμβάνω τον πλειστηριασμό
Συγγενικά επεξεργασία
- αναπλειστηριασμός
- → δείτε τις λέξεις ανά, πλειστηριασμός και πλείστος
Κλίση επεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναπλειστηριάζω | αναπλειστηρίαζα | θα αναπλειστηριάζω | να αναπλειστηριάζω | αναπλειστηριάζοντας | |
β' ενικ. | αναπλειστηριάζεις | αναπλειστηρίαζες | θα αναπλειστηριάζεις | να αναπλειστηριάζεις | αναπλειστηρίαζε | |
γ' ενικ. | αναπλειστηριάζει | αναπλειστηρίαζε | θα αναπλειστηριάζει | να αναπλειστηριάζει | ||
α' πληθ. | αναπλειστηριάζουμε | αναπλειστηριάζαμε | θα αναπλειστηριάζουμε | να αναπλειστηριάζουμε | ||
β' πληθ. | αναπλειστηριάζετε | αναπλειστηριάζατε | θα αναπλειστηριάζετε | να αναπλειστηριάζετε | αναπλειστηριάζετε | |
γ' πληθ. | αναπλειστηριάζουν(ε) | αναπλειστηρίαζαν αναπλειστηριάζαν(ε) |
θα αναπλειστηριάζουν(ε) | να αναπλειστηριάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναπλειστηρίασα | θα αναπλειστηριάσω | να αναπλειστηριάσω | αναπλειστηριάσει | ||
β' ενικ. | αναπλειστηρίασες | θα αναπλειστηριάσεις | να αναπλειστηριάσεις | αναπλειστηρίασε | ||
γ' ενικ. | αναπλειστηρίασε | θα αναπλειστηριάσει | να αναπλειστηριάσει | |||
α' πληθ. | αναπλειστηριάσαμε | θα αναπλειστηριάσουμε | να αναπλειστηριάσουμε | |||
β' πληθ. | αναπλειστηριάσατε | θα αναπλειστηριάσετε | να αναπλειστηριάσετε | αναπλειστηριάστε | ||
γ' πληθ. | αναπλειστηρίασαν αναπλειστηριάσαν(ε) |
θα αναπλειστηριάσουν(ε) | να αναπλειστηριάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναπλειστηριάσει | είχα αναπλειστηριάσει | θα έχω αναπλειστηριάσει | να έχω αναπλειστηριάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναπλειστηριάσει | είχες αναπλειστηριάσει | θα έχεις αναπλειστηριάσει | να έχεις αναπλειστηριάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναπλειστηριάσει | είχε αναπλειστηριάσει | θα έχει αναπλειστηριάσει | να έχει αναπλειστηριάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναπλειστηριάσει | είχαμε αναπλειστηριάσει | θα έχουμε αναπλειστηριάσει | να έχουμε αναπλειστηριάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναπλειστηριάσει | είχατε αναπλειστηριάσει | θα έχετε αναπλειστηριάσει | να έχετε αναπλειστηριάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναπλειστηριάσει | είχαν αναπλειστηριάσει | θα έχουν αναπλειστηριάσει | να έχουν αναπλειστηριάσει |
|
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπλειστηριάζω
|