Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπλειστηριάζω < ανα- + πλειστηριάζω < αρχαία ελληνική πλειστηριάζω < πλεῖστος

  Ρήμα επεξεργασία

αναπλειστηριάζω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία