αναπαυτούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααναπαυτούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπαύομαι
- θα αναπαυτούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπαύομαι
αναπαυτούμε