Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναπαυτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναπαύομαι
  2. θα αναπαυτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναπαύομαι
  3. να αναπαυτεί: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναπαύομαι