Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναμείνει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναμένω
  2. θα αναμείνει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναμένω
  3. να αναμείνει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναμένω