αναληπτικό
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναληπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναληπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναληπτικό ουδέτερο
- (ιατρική, φαρμακευτική) ονομασία κατηγορίας φαρμάκου με αναληπτική δράση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναληπτικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναληπτικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του αναληπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναληπτικός