Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναληπτικό τα αναληπτικά
      γενική του αναληπτικού των αναληπτικών
    αιτιατική το αναληπτικό τα αναληπτικά
     κλητική αναληπτικό αναληπτικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναληπτικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναληπτικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αναληπτικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναληπτικό