Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανακρούω πρύμναν < (καθαρεύουσα) «ἀνακρούω πρύμναν» αρχαία ελληνική ἀνακρούω, πρύμνα → δείτε τις λέξεις ανακρούω και πρύμνη. Δείτε και την αρχαία έκφραση ἐπὶ πρύμναν ἀνακρούομαι.

  Έκφραση επεξεργασία

ανακρούω πρύμναν

  1. (ναυτικός όρος) κωπηλατώ προς τα πίσω, στρέφω το πλοίο σε αντίθετη κατεύθυνση
  2. (μεταφορικά) το βάζω στα πόδια
  3. (μεταφορικά) υποχωρώ, υπαναχωρώ, αλλάζω απόφαση
    ※  Λίγα 24ωρα μετά τη θετική τοποθέτηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στην άμεση δημιουργία ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης -ένα πάγιο αίτημα της κυβέρνησης Ολάντ-, την οποία είχε ακολουθήσει μια «ομοβροντία» κατά της γαλλικής «ολιγωρίας» στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ανέκρουσε και πάλι πρύμναν. (@ethnos.gr)

  Μεταφράσεις επεξεργασία