ανακλητικώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανακλητικώς < αρχαία ελληνική ἀνακλητικῶς < ἀνακλητικός < ἀνακαλέω / ἀνακαλῶ < καλέω / καλῶ
Επίρρημα επεξεργασία
ανακλητικώς
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανακλητικώς
|
ανακλητικώς
|