Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανακαθίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ανακαθίζω
  2. θα ανακαθίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαθίζω
  3. να ανακαθίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαθίζω