αναθεματίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αναθεματίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναθεματίζω
- θα αναθεματίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναθεματίζω