Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναθεματίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναθεματίζω
  2. θα αναθεματίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναθεματίζω
  3. να αναθεματίσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναθεματίζω