αναθέσμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αναθέσμιση | οι | αναθεσμίσεις |
γενική | της | αναθέσμισης* | των | αναθεσμίσεων |
αιτιατική | την | αναθέσμιση | τις | αναθεσμίσεις |
κλητική | αναθέσμιση | αναθεσμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναθεσμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναθέσμιση θηλυκό
- η αλλαγή ή η προσπάθεια βελτίωσης των θεσμών
- Η πρόκληση μια ριζικής αναθέσμισης της χώρας (εφημερίδα Το Βήμα, 3/3/2013)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναθέσμιση
|