Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αναθέρμανε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος αναθερμαίνω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αναθερμαίνω