αναθάλλω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναθάλλω < (ελληνιστική κοινή) ἀναθάλλω
Ρήμα επεξεργασία
αναθάλλω
- για φυτό που ξαναγίνεται πράσινο, ξαναζωντανεύει, ξανανθίζει
- για άνθρωπο, μεταφορικά, ξανανθίζει, ξανανιώνει, γίνεται ξανά καρπερός, γόνιμος, ξαναβλασταίνει, γίνεται πάλι θαλερός, αποκτά νέα ακμή, σφρίγος
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναθάλλω
|