Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναζητώ < αρχαία ελληνική ἀναζητέω < ανά + ζητέω

  Ρήμα επεξεργασία

αναζητώ, αναζητάω

  1. ζητώ επίμονα, εξετάζω, ερευνώ
     συνώνυμα: αναγυρεύω, ανασκαλεύω, γυρεύω, ερευνώ, ψάχνω
  2. επιθυμώ έντονα
     συνώνυμα: απογυρεύω, αποζητώ, επιθυμώ

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία