Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αναδιφήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αναδιφώ
  2. θα αναδιφήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναδιφώ
  3. να αναδιφήσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναδιφώ