αναδεξιμιός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναδεξιμιός < μεσαιωνική ελληνική ἀναδεξιμαῖος < αρχαία ελληνική ἀναδέχομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναδεξιμιός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναδεξιμιός
|
αναδεξιμιός αρσενικό
|