Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναγνωρίζομαι < αναγνωρίζω

  Ρήμα επεξεργασία

αναγνωρίζομαι

  1. γίνομαι αντιληπτός
  2. είμαι σε ισχύ

  Μεταφράσεις επεξεργασία