αναβολισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναβολισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική anabolism[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.vo.liˈzmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βο‐λι‐σμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αναβολισμός αρσενικό
- η λειτουργία του οργανισμού κατά την οποία χρησιμοποιεί τα απλούστερα συστατικά (που προήλθαν από τον καταβολισμό των ουσιών που έχει προσλάβει), για να συνθέσει πολυπλοκότερες ενώσεις
Αντώνυμα επεξεργασία
Υπερώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αναβολισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας