Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αναβαπτισμοί

  1. αναβαπτισμός, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. αναβαπτισμός, στην κλητική του πληθυντικού

Ομώνυμα / Ομόηχα επεξεργασία