αναβαθμίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.na.vaˈθmi.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐βαθ‐μί‐ζο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : α‐να‐βα‐θμί‐ζο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
αναβαθμίζομαι, π.αόρ.: αναβαθμίστηκα, μτχ.π.π.: αναβαθμισμένος, (ενεργ.: αναβαθμίζω)
- παθητική φωνή του ρήματος αναβαθμίζω → δείτε και την κλίση