Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναίμακτος η αναίμακτη το αναίμακτο
      γενική του αναίμακτου της αναίμακτης του αναίμακτου
    αιτιατική τον αναίμακτο την αναίμακτη το αναίμακτο
     κλητική αναίμακτε αναίμακτη αναίμακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναίμακτοι οι αναίμακτες τα αναίμακτα
      γενική των αναίμακτων των αναίμακτων των αναίμακτων
    αιτιατική τους αναίμακτους τις αναίμακτες τα αναίμακτα
     κλητική αναίμακτοι αναίμακτες αναίμακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναίμακτος < αρχαία ελληνική ἀναίμακτος

  Επίθετο επεξεργασία

αναίμακτος

  1. που γίνεται χωρίς αίμα, χωρίς αιματοχυσία
  2. (μεταφορικά) χωρίς τη χρήση βίας ή χωρίς να υπάρχουν απώλειες, αντίποινα και λοιπά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Στην θεία Λειτουργεία υπάρχει ένα παράδειγμα: αναίμακτος λατρεία (όποιος θέλει τη δέχεται).