Δείτε επίσης: άνηκαν

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈni.kan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νή‐καν
τονικό παρώνυμο: άνηκαν

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ανήκαν

  • α' πρόσωπο πληθυντικού οριστικής παρατατικού του ρήματος ανήκω

Άλλες μορφές επεξεργασία