Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανέμελα < ανέμελος

  Επίρρημα επεξεργασία

ανέμελα

  1. με ξένοιαστο τρόπο, δίχως έγνοιες
  2. φυσιολογικά, χωρίς ιδιαίτερη έγνοια για κάτι, ενώ όμως απειλεί ένας κινδυνος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανέμελα