ανέλο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ανέλο | τα | ανέλα |
γενική | του | ανέλου | των | ανέλων |
αιτιατική | το | ανέλο | τα | ανέλα |
κλητική | ανέλο | ανέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική anello < λατινική anellus, υποκοριστικό του anus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁eh₂no- (κρίκος, δαχτυλίδι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανέλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) ο κρίκος (της άγκυρας)
- (συνεκδοχικά) η άγκυρα