ανέγνοιαστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανέγνοιαστα < ανέγνοιαστος (δίχως έγνοιες)
Επίρρημα επεξεργασία
ανέγνοιαστα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανέγνοιαστα
|
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ανέγνοιαστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανέγνοιαστο