ανάσαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάσαση < μεσαιωνική ελληνική ἀνάσαση και ἀνασασμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανάσαση θηλυκό
- ανακούφιση, έμπρακτη ή συναισθηματική παροχή στήριξης
- ※ Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
- ἀλλ' ἀνάσασι καμμιά·
- ἄλλος σου ἔταξε βοήθεια
- καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
- Διονύσιος Σολωμός, 11η στροφή από τον Εθνικό Ύμνο
- ※ Ἄλλός σοῦ ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάσαση
|