Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάπλωρα < ανάπλωρος + < ανα- + πλώρη

  Επίρρημα επεξεργασία

ανάπλωρα

  1. από την πλώρη ή αντίθετα προς την πλώρη
  2. (προς τα) πίσω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ανάπλωρα