ανάμεσο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανάμεσο < μεσαιωνική ελληνική ἀνάμεσον < αρχαία ελληνική ἀνάμεσος < ἀνά + μέσος
Επίρρημα επεξεργασία
ανάμεσο
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του ανάμεσα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάμεσο
|
ανάμεσο
|