Δείτε επίσης: ανάκληση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάκλιση οι ανακλίσεις
      γενική της ανάκλισης* των ανακλίσεων
    αιτιατική την ανάκλιση τις ανακλίσεις
     κλητική ανάκλιση ανακλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανάκλιση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάκλισις < ἀνακλίνω < ἀνά (ανά-) + κλίνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈna.kli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νά‐κλι‐ση
ομόηχο: ανάκληση
παρώνυμο: ανάκλαση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανάκλιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία