Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμόλυντα < αμόλυντος

  Επίρρημα επεξεργασία

αμόλυντα

  1. με τρόπο αποστειρωμένο
  2. με τρόπο αγνό, αμόλυντο με τη μεταφορική έννοια

  Μεταφράσεις επεξεργασία