Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιφυλοφιλία οι αμφιφυλοφιλίες
      γενική της αμφιφυλοφιλίας των αμφιφυλοφιλιών
    αιτιατική την αμφιφυλοφιλία τις αμφιφυλοφιλίες
     κλητική αμφιφυλοφιλία αμφιφυλοφιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφιφυλοφιλία < αμφί- + φύλο + -φιλία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική bisexuality

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμφιφυλοφιλία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία